Αναζήτησες τη λέξη "καρπός" στα Ελληνικά καρπός καρπός (ο) (Ουσιαστικό)(καρ-πός, γεν. -ού,πληθ. -οί, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΑπό τους ξηρούς καρπούς προτιμώ τα αμύγδαλα. Τα δέντρα είναι γεμάτα καρπούς. 491.mp3 frutë(Emër)(fru-të, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujNga frutat e thata preferoj bajamet. Pemët janë plot me fruta. 491.mp3 плод(Существительное)(плод, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыИз всех орехов я предпочитаю миндаль. Деревья полны плодов. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я