Αναζήτησες τη λέξη "καρπός" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
καρπός καρπός (ο) (Ουσιαστικό) (καρ-πός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 491.mp3 frutë (Emër) (fru-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 491.mp3 плод (Существительное) (плод, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |