Αναζήτησες τη λέξη "καραμέλα" στα Ελληνικά
καραμέλα καραμέλα (η) (Ουσιαστικό) (κα-ρα-μέ-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 489.mp3 karamele (Emër) (ka-ra-me-le) | 489.mp3 карамель (Существительное) (ка-ра-мель, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |
Αναζήτησες τη λέξη "καραμέλα" στα Ελληνικά
καραμέλα καραμέλα (η) (Ουσιαστικό) (κα-ρα-μέ-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 489.mp3 karamele (Emër) (ka-ra-me-le) | 489.mp3 карамель (Существительное) (ка-ра-мель, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |