Αναζήτησες τη λέξη "καράβι" στα Ελληνικά
καράβι καράβι (το) (Ουσιαστικό) (κα-ρά-βι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 488.mp3 anije (Emër) (ani-je, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 488.mp3 корабль (Существительное) (ко-рабль, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |