Αναζήτησες τη λέξη "καπνός" στα Ελληνικά καπνός καπνός (ο) (Ουσιαστικό)(κα-πνός, γεν. -ού,πληθ. -οί, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΌπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά. Ο καπνός του τσιγάρου με ενοχλεί. Έγινε καπνός! 487.mp3 tym(Emër)(tym, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujKu ka tym, ka zjarr. Tymi i cigareve më shqetëson. U bë tym! 487.mp3 дым (Существительное)(дым , γεν. -а)ПримерыДыма без огня не бывает. Сигаретный дым меня раздражает. Он исчез! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я