Αναζήτησες τη λέξη "καπέλο" στα Ελληνικά καπέλο καπέλο (το) (Ουσιαστικό)(κα-πέ-λο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΦοράω το καπέλο μου στη θάλασσα. Ωραίο το ψάθινο καπέλο σου. Πλήρωσε καπέλο στα ψάρια που αγόρασε! 486.mp3 kapelë(Emër)(ka-pe-lë, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujVesh kapelen time në det. E bukur kapelja prej kashte. Pagoi fes tek peshqit që bleu! 486.mp3 шляпа(Существительное)(шля-па, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыНа море я всегда ношу шляпу. У тебя прекрасная соломенная шляпка. Его обсчитали, когда он покупал рыбу! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я