Αναζήτησες τη λέξη "καπέλο" στα Ελληνικά

καπέλο καπέλο (το)

(Ουσιαστικό)

(κα-πέ-λο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

486.mp3 kapelë

(Emër)

(ka-pe-lë, gj. -ës,
sh. -ët, gj. -ëve)

486.mp3 шляпа

(Существительное)

(шля-па, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я