Αναζήτησες τη λέξη "κανονίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| κανονίζω κανονίζω (Ρήμα) (ενεστ. κα-νο-νί-ζω, αόρ. κανόνισα,  | 483.mp3 rregulloj (Folje) (e tashme rre-gu-lloj, e kr. thj v. rregullova,  | 483.mp3   организовать (Глагол) (ενεστ. ор-га-ни-зо-вать, αόρ. организовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!