Αναζήτησες τη λέξη "κανάλι" στα Ελληνικά
κανάλι κανάλι (το) (Ουσιαστικό) (κα-νά-λι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 481.mp3 kanal (Emër) (ka-nal, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 481.mp3 канал (Существительное) (ка-нал, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |