Αναζήτησες τη λέξη "καμπάνα" στα Ελληνικά
καμπάνα καμπάνα (η) (Ουσιαστικό) (κα-μπά-να, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 479.mp3 kambanë (Emër) (ka-mba-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 479.mp3 колокол (Существительное) (ко-ло-кол, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |