Αναζήτησες τη λέξη "καμινάδα" στα Ελληνικά
καμινάδα καμινάδα (η) (Ουσιαστικό) (κα-μι-νά-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 478.mp3 oxhak (Emër) (o-xhak, gj. -ut, sh. -ët, gj. -ëve) | 478.mp3 дымоход (Существительное) (ды-мо-ход, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |