Αναζήτησες τη λέξη "καμήλα" στα Ελληνικά καμήλα καμήλα (η) (Ουσιαστικό)(κα-μή-λα, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΟι καμήλες ζουν χωρίς νερό στην έρημο για αρκετές μέρες. Στο τσίρκο είδαμε αρκετές καμήλες. 477.mp3 deve(Emër)(de-ve, gj. -së,sh. -et, gj. -eve)ShembujDevetë jetojnë në shkretëtirë pa ujë për disa ditë. Në cirk pamë disa deve. 477.mp3 верблюд(Существительное)(вер-блюд, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыВ пустыне верблюды подолгу живут без воды. В цирке мы видели нескольких верблюдов. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я