Αναζήτησες τη λέξη "καλώδιο" στα Ελληνικά
καλώδιο καλώδιο (το) (Ουσιαστικό) (κα-λώ-δι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 476.mp3 kabllo (Emër) (kab-llo, gj. -os, sh. -ot, gj. -ove) | 476.mp3 провод (Существительное) (про-вод, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |