Αναζήτησες τη λέξη "καλώ" στα Ελληνικά
καλώ καλώ (Ρήμα) (ενεστ. κα-λώ, αόρ. κάλεσα, | 475.mp3 ftoj (Folje) (e tashme ftoj, e kr. thj v. ftova, | 475.mp3 звать (Глагол) (ενεστ. звать, αόρ. позвал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "καλώ" στα Ελληνικά
καλώ καλώ (Ρήμα) (ενεστ. κα-λώ, αόρ. κάλεσα, | 475.mp3 ftoj (Folje) (e tashme ftoj, e kr. thj v. ftova, | 475.mp3 звать (Глагол) (ενεστ. звать, αόρ. позвал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |