Αναζήτησες τη λέξη "καλοριφέρ" στα Ελληνικά
καλοριφέρ καλοριφέρ (το) (Ουσιαστικό) (κα-λο-ρι-φέρ) | 471.mp3 kalorifer (Emër) (ka-lo-ri-fer) | 471.mp3 батарея (Существительное) (ба-та-ре-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |
Αναζήτησες τη λέξη "καλοριφέρ" στα Ελληνικά
καλοριφέρ καλοριφέρ (το) (Ουσιαστικό) (κα-λο-ρι-φέρ) | 471.mp3 kalorifer (Emër) (ka-lo-ri-fer) | 471.mp3 батарея (Существительное) (ба-та-ре-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |