Αναζήτησες τη λέξη "καλοκαίρι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
καλοκαίρι καλοκαίρι (το) (Ουσιαστικό) (κα-λο-καί-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 470.mp3 verë (Emër) (ve-rë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 470.mp3 лето (Существительное) (ле-то, γεν. -а) |