Αναζήτησες τη λέξη "καλοκαίρι" στα Ελληνικά καλοκαίρι καλοκαίρι (το) (Ουσιαστικό)(κα-λο-καί-ρι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΤο καλοκαίρι πάμε για μπάνιο στη θάλασσα. Το καλοκαίρι κλείνουν τα σχολεία. 470.mp3 verë(Emër)(ve-rë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujNë verë shkojnë për banjë në det. Në verë shkollat mbyllën. 470.mp3 лето(Существительное)(ле-то, γεν. -а)ПримерыЛетом мы ездим на море купаться. Летом школы закрываются. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я