Αναζήτησες τη λέξη "καλαμπόκι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
καλαμπόκι καλαμπόκι (το) (Ουσιαστικό) (κα-λα-μπό-κι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 467.mp3 misër (Emër) (mi-sër, sh. -it, gj. -ave) | 467.mp3 кукуруза (Существительное) (ку-ку-ру-за, γεν. -ы) |