Αναζήτησες τη λέξη "καλαμπόκι" στα Ελληνικά καλαμπόκι καλαμπόκι (το) (Ουσιαστικό)(κα-λα-μπό-κι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΤο καλαμπόκι πρασινίζει τα χωράφια. Το βράδυ, όταν βγούμε βόλτα, θα πάρουμε καλαμπόκι. 467.mp3 misër(Emër)(mi-sër,sh. -it, gj. -ave)ShembujMisri gjelbëron fushat. Në mbrëmje, kur dalim shëtitje do të marrim misër. 467.mp3 кукуруза(Существительное)(ку-ку-ру-за, γεν. -ы)ПримерыНа полях зеленеет кукуруза. Вечером, когда пойдем гулять, купим кукурузу. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я