Αναζήτησες τη λέξη "καλάμι" στα Ελληνικά
καλάμι καλάμι (το) (Ουσιαστικό) (κα-λά-μι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 466.mp3 kallam (Emër) (ka-llam, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 466.mp3 тростник (Существительное) (трост-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |