Αναζήτησες τη λέξη "καθρέφτης" στα Ελληνικά
καθρέφτης καθρέφτης (ο) (Ουσιαστικό) (κα-θρέ-φτης, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 462.mp3 pasqyrë (Emër) (pas-qy-rë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 462.mp3 зеркало (Существительное) (зер-ка-ло, γεν. -а, πληθ. -а) |