Αναζήτησες τη λέξη "καθαρός" στα Ελληνικά
καθαρός καθαρός, -ή, -ό (Επίθετο) (κα-θα-ρός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 460.mp3 (i,e) pastër (Mbiemër) ((i,e) pas-tër, (e,të) -r, -a) | 460.mp3 чистый, -ая, -ое (Прилагательное) (чис-тый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |