Αναζήτησες τη λέξη "καθαρίζω" στα Ελληνικά
καθαρίζω καθαρίζω (Ρήμα) (ενεστ. κα-θα-ρί-ζω, αόρ. καθάρισα, | 459.mp3 pastroj (Folje) (e tashme pas-troj, e kr. thj v. pastrova, | 459.mp3 чистить (Глагол) (ενεστ. чис-тить, αόρ. почистил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |