Αναζήτησες τη λέξη "καβούκι" στα Ελληνικά
καβούκι καβούκι (το) (Ουσιαστικό) (κα-βού-κι, γεν. -ού, πληθ. -α) | 456.mp3 guaskë (Emër) (gu-a-skë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 456.mp3 панцирь (Существительное) (пан-цирь, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |