Αναζήτησες τη λέξη "κίνηση" στα Ελληνικά
κίνηση κίνηση (η) (Ουσιαστικό) (κί-νη-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 536.mp3 lëvizje (Emër) (lë-vi-zje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 536.mp3 движение (Существительное) (дви-же-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) Примеры
|