Αναζήτησες τη λέξη "κάψιμο" στα Ελληνικά
κάψιμο κάψιμο (το) (Ουσιαστικό) (κά-ψι-μο, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 517.mp3 djegie (Emër) (dje-gi-e, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 517.mp3 жжение (Существительное) (жже-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |