Αναζήτησες τη λέξη "κάνω" στα Ελληνικά
κάνω κάνω (Ρήμα) (ενεστ. κά-νω, αόρ. έκανα, | 484.mp3 bëj (Folje) (e tashme bëj, e kr. thj v. bëra, | 484.mp3 делать (Глагол) (ενεστ. де-лать, αόρ. сделал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "κάνω" στα Ελληνικά
κάνω κάνω (Ρήμα) (ενεστ. κά-νω, αόρ. έκανα, | 484.mp3 bëj (Folje) (e tashme bëj, e kr. thj v. bëra, | 484.mp3 делать (Глагол) (ενεστ. де-лать, αόρ. сделал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |