Αναζήτησες τη λέξη "κάμπος" στα Ελληνικά
κάμπος κάμπος (ο) (Ουσιαστικό) (κά-μπος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 480.mp3 fushë (Emër) (fu-shë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 480.mp3 поле (Существительное) (по-ле, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -ей) |
Αναζήτησες τη λέξη "κάμπος" στα Ελληνικά
κάμπος κάμπος (ο) (Ουσιαστικό) (κά-μπος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 480.mp3 fushë (Emër) (fu-shë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 480.mp3 поле (Существительное) (по-ле, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -ей) |