Αναζήτησες τη λέξη "κάλτσα" στα Ελληνικά κάλτσα κάλτσα (η) (Ουσιαστικό)(κάλ-τσα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΠρώτα φοράω τις κάλτσες μου και μετά βάζω τα παπούτσια. Πήρα ένα ζευγάρι κόκκινες κάλτσες. Τρύπησε η κάλτσα μου. 472.mp3 çorap(Emër)(ço-rap, gj. -it,sh. -et, gj. -eve)ShembujSë pari vesh çorapet e mia dhe pastaj vë këpucët. Mora një palë çorape të kuqe. U bë me vrimë çorapja ime. 472.mp3 носок(Существительное)(но-сок, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыСначала я надеваю носки, а потом ботинки. Я купил пару красных носков. Продырявился мой носок. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я