Αναζήτησες τη λέξη "κάθομαι" στα Ελληνικά
κάθομαι κάθομαι (Ρήμα) (ενεστ. κά-θο-μαι, αόρ. κάθισα, | 461.mp3 ulem (Folje) (e tashme u-lem/rri | 461.mp3 сидеть (Глагол) (ενεστ. си-деть, αόρ. сел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "κάθομαι" στα Ελληνικά
κάθομαι κάθομαι (Ρήμα) (ενεστ. κά-θο-μαι, αόρ. κάθισα, | 461.mp3 ulem (Folje) (e tashme u-lem/rri | 461.mp3 сидеть (Глагол) (ενεστ. си-деть, αόρ. сел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |