Αναζήτησες τη λέξη "ιστορία" στα Ελληνικά
ιστορία ιστορία (η) (Ουσιαστικό) (ι-στο-ρί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 455.mp3 histori (Emër) (his-to-ri, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 455.mp3 история (Существительное) (ис-то-ри-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |