Αναζήτησες τη λέξη "ισορροπία" στα Ελληνικά
ισορροπία ισορροπία (η) (Ουσιαστικό) (ι-σορ-ρο-πί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 452.mp3 ekuilibër (Emër) (e-ku-i-li-bër, gj. -it) | 452.mp3 равновесие (Существительное) (рав-но-ве-си-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |