Αναζήτησες τη λέξη "ιατρείο" στα Ελληνικά
ιατρείο ιατρείο (το) (Ουσιαστικό) (ι-α-τρεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 446.mp3 klinikë (Emër) (kli-ni-kë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 446.mp3 врачебный кабинет (Существительное) (вра-чеб-ный ка-би-нет) |