Αναζήτησες τη λέξη "θύελλα" στα Ελληνικά
θύελλα θύελλα (η) (Ουσιαστικό) (θύ-ελ-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 443.mp3 stuhi (Emër) (stu-hi, gj. -së, sh. -të, gj. -eve) | 443.mp3 ураган (Существительное) (у-ра-ган, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "θύελλα" στα Ελληνικά
θύελλα θύελλα (η) (Ουσιαστικό) (θύ-ελ-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 443.mp3 stuhi (Emër) (stu-hi, gj. -së, sh. -të, gj. -eve) | 443.mp3 ураган (Существительное) (у-ра-ган, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |