Αναζήτησες τη λέξη "θηρίο" στα Ελληνικά
θηρίο θηρίο (το) (Ουσιαστικό) (θη-ρί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 441.mp3 bishë (Emër) (bi-shë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 441.mp3 зверь (Существительное) (зверь, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) Примеры |