Αναζήτησες τη λέξη "θηλυκός" στα Ελληνικά
θηλυκός θηλυκός, -ή/-ιά, -ό (Επίθετο) (θη-λυ-κός, γεν. -ού, -ής/-άς, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 440.mp3 femëror, -e (Mbiemër) (fe-mër-or/fe mër , -ë, -e) | 440.mp3 женский, -ая, -ое (Прилагательное) (жен-ский, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |