Αναζήτησες τη λέξη "θερμόμετρο" στα Ελληνικά
θερμόμετρο θερμόμετρο (το) (Ουσιαστικό) (θερ-μό-με-τρο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 434.mp3 termometër (Emër) (ter-mo-me-tër, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 434.mp3 термометр (Существительное) (тер-мо-метр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |