Αναζήτησες τη λέξη "θερμοσίφωνας" στα Ελληνικά
θερμοσίφωνας θερμοσίφωνας (ο) (Ουσιαστικό) (θερ-μο-σί-φω-νας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ων) Παραδείγματα | 435.mp3 termosifon (Emër) (ter-mo-si-fon, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 435.mp3 термосифон (Существительное) (тер-мо-си-фон, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |