Αναζήτησες τη λέξη "θερμοκρασία" στα Ελληνικά
θερμοκρασία θερμοκρασία (η) (Ουσιαστικό) (θερ-μο-κρα-σί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 433.mp3 temperaturë (Emër) (ter-mo-me-tër) | 433.mp3 температура (Существительное) (тем-пе-ра-ту-ра, γεν. -ы, πληθ. -ы) |