Αναζήτησες τη λέξη "θερμοκρασία" στα Ελληνικά

θερμοκρασία θερμοκρασία (η)

(Ουσιαστικό)

(θερ-μο-κρα-σί-α, γεν. -ας,
πληθ. -ες)

433.mp3 temperaturë

(Emër)

(ter-mo-me-tër)

433.mp3 температура

(Существительное)

(тем-пе-ра-ту-ра, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я