Αναζήτησες τη λέξη "θερμαίνω" στα Ελληνικά
θερμαίνω θερμαίνω (Ρήμα) (ενεστ. θερ-μαί-νω, αόρ. θέρμανα, | 432.mp3 ngroh (folje) (e tashme ngroh, e kr. thj v. ngroha, | 432.mp3 греть (Глагол) (ενεστ. греть, αόρ. нагрел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "θερμαίνω" στα Ελληνικά
θερμαίνω θερμαίνω (Ρήμα) (ενεστ. θερ-μαί-νω, αόρ. θέρμανα, | 432.mp3 ngroh (folje) (e tashme ngroh, e kr. thj v. ngroha, | 432.mp3 греть (Глагол) (ενεστ. греть, αόρ. нагрел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |