Αναζήτησες τη λέξη "θεραπεύω" στα Ελληνικά
θεραπεύω θεραπεύω (Ρήμα) (ενεστ. θε-ρα-πεύ-ω, αόρ. θεράπευσα, | 430.mp3 mjekoj (Folje) (e tashme mje-koj, e kr. thj v. mjekoj, | 430.mp3 лечить (Глагол) (ενεστ. ле-чить, αόρ. вылечил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |