Αναζήτησες τη λέξη "θήκη" στα Ελληνικά
θήκη θήκη (η) (Ουσιαστικό) (θή-κη, γεν. -ης, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 439.mp3 këllëf (Emër) (kë-llëf, gj. -it, sh. -ët, gj. -ët) | 439.mp3 футляр (Существительное) (фут-ляр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "θήκη" στα Ελληνικά
θήκη θήκη (η) (Ουσιαστικό) (θή-κη, γεν. -ης, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 439.mp3 këllëf (Emër) (kë-llëf, gj. -it, sh. -ët, gj. -ët) | 439.mp3 футляр (Существительное) (фут-ляр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |