Αναζήτησες τη λέξη "θάρρος" στα Ελληνικά
θάρρος θάρρος (το) (Ουσιαστικό) (θάρ-ρος, γεν. -ους) | 422.mp3 guxim (Emër) (gu-xim, gj. -it) | 422.mp3 смелость (Существительное) (сме-лость, γεν. -и) |
Αναζήτησες τη λέξη "θάρρος" στα Ελληνικά
θάρρος θάρρος (το) (Ουσιαστικό) (θάρ-ρος, γεν. -ους) | 422.mp3 guxim (Emër) (gu-xim, gj. -it) | 422.mp3 смелость (Существительное) (сме-лость, γεν. -и) |