Αναζήτησες τη λέξη "ηφαίστειο" στα Ελληνικά
ηφαίστειο ηφαίστειο (το) (Ουσιαστικό) (η-φαί-στει-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 418.mp3 vullkan (Emër) (vull-kan, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 418.mp3 вулкан (Существительное) (вул-кан, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |