Αναζήτησες τη λέξη "ηρεμώ" στα Ελληνικά
ηρεμώ ηρεμώ (Ρήμα) (ενεστ. η-ρε-μώ, αόρ. ηρέμησα) | 416.mp3 qetësoj (Folje) (e tashme qe-të-soj, e kr. thj v. qetësova, | 416.mp3 успокаивать (Глагол) (ενεστ. у-спо-ка-и-вать, αόρ. успокоил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |