Αναζήτησες τη λέξη "ηλεκτρισμός" στα Ελληνικά
ηλεκτρισμός ηλεκτρισμός (ο) (Ουσιαστικό) (η-λεκ-τρι-σμός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) Παραδείγματα | 409.mp3 elektricitet (Emër) (e-le-ktri-ci-tet, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) Shembuj | 409.mp3 электричество (Существительное) (э-лек-три-че-ство, γεν. -а, πληθ. -а) |