Αναζήτησες τη λέξη "ηθοποιός" στα Ελληνικά
ηθοποιός ηθοποιός (ο,η) (Ουσιαστικό) (η-θο-ποι-ός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 407.mp3 aktor (Emër) (a-ktor, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 407.mp3 актёр (Существительное) (ак-тёр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |