Αναζήτησες τη λέξη "ζωηρός" στα Ελληνικά
ζωηρός ζωηρός, -ή, -ό (Επίθετο) (ζω-η-ρός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 403.mp3 i gjallë (Mbiemër/Mbiemër) (i gja-llë/ i the-ksu-ar) | 403.mp3 живой, -ая, -ое (Прилагательное) (жи-вой, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |