Αναζήτησες τη λέξη "ζυμώνω" στα Ελληνικά
ζυμώνω ζυμώνω (Ρήμα) (ενεστ. ζυ-μώ-νω, αόρ. ζύμωσα, Παραδείγματα | 399.mp3 brumos (Folje) (e tashme bru-mos, e kr. thj v. brumosa, | 399.mp3 замешивать (Глагол) (ενεστ. за-ме-ши-вать, αόρ. замесил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |