Αναζήτησες τη λέξη "ζυγίζω" στα Ελληνικά
ζυγίζω ζυγίζω (Ρήμα) (ενεστ. ζυ-γί-ζω, αόρ. ζύγισα, | 398.mp3 peshoj (Folje) (e tashme pe-shoj, e kr. thj v. peshova, | 398.mp3 взвешивать (Глагол) (ενεστ. взве-ши-вать, αόρ. взвесил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |