Αναζήτησες τη λέξη "ζεστός" στα Ελληνικά
ζεστός ζεστός, -ή, -ό (Επίθετο) (ζε-στός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 393.mp3 i ngrohtë (Emër) (i ngroh-të) | 393.mp3 горячий, -яя, -ее (Прилагательное) (го-ря-чий, γεν. -его, -ей, -его, πληθ. -ие, -ие, -ие) |