Αναζήτησες τη λέξη "ζέστη" στα Ελληνικά

ζέστη ζέστη (η)

(Ουσιαστικό)

(ζέ-στη, γεν. -ης,
πληθ. -ες)

392.mp3 vapë

(Emër)

(va-pë, gj. -ës)

392.mp3 тепло
audio/mp3/ru/other/392b.mp3 жара

(Существительное)

(теп-ло, γεν. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я