Αναζήτησες τη λέξη "εύφορος" στα Ελληνικά
εύφορος εύφορος, -η, -ο (Επίθετο) (εύ-φο-ρος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) Παραδείγματα | 379.mp3 pjellor, -e (Mbiemër) (pje-llor, -ë , -e) | 379.mp3 плодородный, -ая, -ое (Прилагательное) (пло-до-род-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) Примеры |