Αναζήτησες τη λέξη "εύκολος" στα Ελληνικά
εύκολος εύκολος, -η, -ο (Επίθετο) (εύ-κο-λος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 376.mp3 (i,e) lehtë (Mbiemër) ((i,e) leh-të, (e,të) -ë, -a) | 376.mp3 лёгкий, -ая, -ое (Прилагательное) (лёг-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |